Ο μεταρρυθμιστικός οίστρος δεν λέει να αφήσει ήσυχη την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Νομοσχέδια πάσης φύσεως, νομοσχέδια για όλους (τους υπουργούς), σε ότι μέγεθος και διαστάσεις θέλετε. Κάτι σαν κατάστημα νεωτερισμών. Νόμος για το επιτελικό κράτος. Κατάργηση της αρχής της πλειοψηφίας στα δημοτικά συμβούλια. Κατάργηση του φοιτητικού ασύλου. Αλλαγή του εκλογικού νόμου. Αντικαπνιστικός νόμος. Μίνι συνταγματική αναθεώρηση. Νόμος για το περιβάλλον. Αναπτυξιακός νόμος. Φορολογικό νομοσχέδιο. Τροπολογία για το ποδόσφαιρο. Δεκάδες νομοσχέδια για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Νομοσχέδιο για την παιδεία εν μέσω της υγειονομικής κρίσης. Νόμος για τη ρύθμιση των διαδηλώσεων.
Ωστόσο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι ταυτόχρονα και μια κυβέρνηση της πράξης. Δεν ψηφίζει απλά αλλά και εφαρμόζει. Δεν εμφορείται από κάποιο πάθος αλλά από αντιμεταρρυθμιστική φρενίτιδα. Δεν ήρθε να ξηλώσει οτιδήποτε έφτιαξε η μεταρρυθμιστική κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Όχι τον νόμο Γαβρόγλου δεν τον πείραξε. Δεν πείραξε τις επεκτάσεις των διευκολύνσεων προς την Υπερδύναμη, δεν ακούμπησε τη συμφωνία των Πρεσπών. Δεν άλλαξε το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Ούτε απομακρύνθηκε από την σιωνιστική συμμαχία. Ούτε έπαψε τον ανταγωνισμό με την Τουρκία για τα αέρια και τις Α.Ο.Ζ. . Το διάστημα μάλιστα από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας μέχρι και τη «βόμβα» Μιωνή – Καλογρίτσα, που χτυπά το κεντρικό ιδεολόγημα του ΣΥΡΙΖΑ, απολάμβανε ιδιότυπης κοινοβουλευτικής ανοχής από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση πήρε το μήνυμα ότι το γήπεδο είναι δικό της. Και λίγο-λίγο αλλά σταθερά και χωρίς φόβο ανατρέπει τα δεδομένα ολόκληρης της Μεταπολίτευσης.
Μία κυβέρνηση αυτοδύναμη μεν αλλά που ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι χάρις την απογοήτευση που έσπειραν οι ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ κυβερνάει με λιγότερο από το 40% όταν η συμμετοχή ήταν κοντά στο 60%. Δηλαδή με λιγότερο από το 24% επί του συνόλου. Μια κυβέρνηση μειοψηφίας ίσως έχει επίγνωση ότι το έδαφος στο οποίο στηρίζεται είναι ασταθές. Ίσως γιαυτό βιάζεται να ανατρέψει το θεσμικό πλαίσιο .
Το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις είναι δίδυμο το νομοσχέδιου για το πανεπιστημιακό άσυλο. Και δεν αποτελεί έκπληξη που και τα δύο νομοσχέδια έτυχαν ειλικρινούς συζήτησης με το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ ώστε μπορούν να θεωρηθούν ότι συνδιαμορφώθηκαν και έχουν κοινή την έμπνευση και τον ιδεολογικό πυρετό για το προσδοκώμενο σκοπό. Δίδυμα ως προς το επίκαιρο του περιεχομένου τους: ποιος ενδιαφέρεται για τους αγώνες στα πανεπιστήμια; Ποιος διαδηλώνει; Ποιος διαμαρτύρεται; Οι αριστεροί, οι φοιτητές, οι εκπαιδευτικοί, οι εργάτες, ο λαός. Ενοχλητικές μειοψηφίες! Μα τότε τι; Άνευ περιεχομένου, τεχνοκρατικές ρυθμίσεις, κάτι σαν Κ.Ο.Κ. για το από που θα περνάει η πορεία ή από ποια πόρτα θα μπαίνει η αστυνομία στα πανεπιστήμια; Φυσικά όχι! Φαντάζει πολυτέλεια σπατάλης χρόνου, κοινοβουλευτικών ωρών διαβούλευσης, ιδεολογικού κορδακισμού, ένδεια φαντασίας και μανία νομοθετικού πρωταθλητισμού. Διαμορφώνουν όμως τα στιβαρά πλαίσια ενός «γενναίου – νέου» κόσμου, τις συντεταγμένες της «χρηστής» πολιτείας. Ορίζουν με «νέους» κώδικες τον τρόπο που θα αναπνέουμε (με μάσκες και από απόσταση), τον τρόπο με τον οποίο θα χαιρετιώμαστε (με τους αγκώνες), τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται το μάθημα (μέσω διαδικτύου – καταργώντας τη φυσική παρουσία), τον τρόπο με τον οποίο θα διαδηλώνουμε (επιτέλους θα περιφρουρήσουμε τις διαδηλώσεις μας από τους γνωστούς – άγνωστους ασφαλίτες). Όχι δεν καταργούνε το δικαίωμα στη διαδήλωση! Τα δικαιώματα όμως προϋποθέτουν υποχρεώσεις. Για την ακρίβεια ρυθμίσεις: κυκλοφοριακές, αστικές ευθύνες, ποινικές ευθύνες. Δεν μπορούμε σε μια κοινωνία που οριοθετείται ολοένα και πιο πολύ από τις ενσωματώσεις κοινοτικού δικαίου στο εθνικό, του κοινοτικού που ποιος το είδε και ποιος το ξέρει, και κυρίως σε ποια εθνικά κοινοβούλια συζητήθηκε, να μένουν αρρύθμιστα τα καθημερινά ζητήματα. Είναι κοινοτυπία ότι δεν μπορούν πενήντα και τριακόσιοι άνθρωποι να κλείνουν την Πανεπιστημίου, η κοινοτυπία όμως πρέπει να γίνει κανονιστικός νόμος. Κάτι σαν τον αντικαπνιστικό νόμο ή σαν τα πρόστιμα για όσα καταστήματα δεν τηρούν ασφαλείς αποστάσεις. Ο ίδιος ο υπουργός διατείνεται ευθαρσώς ότι πρέπει να τελειώνουμε επιτέλους με το δικαίωμα της διαδήλωσης. Δεν υπάρχει δικαίωμα στη διαδήλωση! Υπάρχει δικαίωμα στην ασφάλεια (της ζωής του αστυνομικού) και στην ιδιοκτησία (επί της Σταδίου και της Πανεπιστημίου). Οι άνθρωποι αυτοί δεν έρχονται από το παρελθόν, έχουν βέβαια παρελθόν, αλλά από το μέλλον. Από ένα δυστοπικό μέλλον, όπου δεν μας ενδιαφέρει γιατί κλείνεις ένα δρόμο αλλά γιατί ο νόμος τάδε το απαγορεύει. Πάρτε την κλήση και ο τροχονόμος αποσύρεται με τυπικό γραφειοκρατικό στυλ. Άλλος υπάλληλος θα αναλάβει, πάντα άψογα, την επίδοση της κλήτευσης σε απολογία. Άλλος την αναμόρφωση, και πάει λέγοντας. Μία ατελείωτη σειρά υπαλλήλων και δικηγόρων, που φορούν μάσκες και τηρούν σωστά τις αποστάσεις και ανταλλάσσουν τα κορακίστικα των δικαστικών αιθουσών. Κάτι σαν τον «Πύργο» του Κάφκα.
Υ.Γ. Είναι ενδιαφέρον να μάθουμε γιατί το ΚΙΝΑΛ δεν επέμεινε στην πρόταση του βουλευτή του από το Ηράκλειο, κου Γκεγκέρογλου, για θεσμοθέτηση της διαμεσολάβησης της ανεξάρτητης αρχής «Συνήγορος του Πολίτη» ανάμεσα στην αστυνομία και τους διοργανωτές των διαδηλώσεων! Πως δέχθηκε το ΚΙΝΑΛ να καταπιεί οι διαδηλώσεις να κρίνονται νόμιμες ή παράνομες από την αστυνομία! Όταν μάλιστα επισήμαινε συνέχεια, στην διαδικασία της συζήτησης, την αντισυνταγματικότητα του νόμου.