Υπήρξαν εποχές του εργατικού κινήματος, διεθνούς και ελληνικού, κατά τις οποίες το ουσιαστικό «φασισμός» και το επίθετο «φασιστικός» χρησιμοποιήθηκαν εντελώς αδιάκριτα ως μια επιπόλαιη και ανήθικη μέθοδος συκοφάντησης του αντιπάλου. Η φορά των πραγμάτων ώθησε τους οπαδούς της μεθοδολογίας αυτής να θεωρούν και ν’ αποκαλούν «φασιστικό το κάθε τι που δεν μου ταιριάζει ή που με εξοργίζει ή με αγανακτεί». Μ’ αυτό το σκεπτικό κάποιος εξαιρετικά προβεβλημένος και προσφάτως εκλιπών Έλληνας πεζογράφος έγραφε, με αδιατάρακτη αυτοπεποίθηση, για τον «φασισμό των νέων», (sic) της αθηναϊκής γειτονιάς του. Οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα δεν μας έβρισκε σύμφωνους, μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε «φασιστική» ή «φασίζουσα» ή «φασιστοειδή» ή «πρωτοφασιστική» ή να χρησιμοποιήσουμε άλλη παρόμοια έκφραση δηλωτική απαρέσκειας που θα την παίρναμε, με σίγουρο χέρι, απ’ τον ειδικό θάλαμο διαφύλαξης λεξημάτων της Αριστεράς. Οι λέξεις «φασίστας» και «φασιστικός» με τα ποικιλώνυμα συνθετικά τους, συνεπεία της πιο πάνω λεκτικής, νοηματικής και πολιτικής κατάχρησης, αφυδατώθηκαν, κατέστησαν τόσο οικείες ώστε έχασαν πια την δύναμή τους. Αρχικώς επρόκειτο για χαρακτηρισμούς με σαφείς και έντονες υποτιμητικές αποχρώσεις που εξέφραζαν ζωηρή αποδοκιμασία και κάτι περισσότερο από ένα αόριστο αίσθημα απαρέσκειας: ένα συνειδητό αίσθημα κατηργασμένης αηδίας και αποστροφής.
Σε πολιτικό επίπεδο ο όρος «φασίστας» σηματοδοτεί τον ακραίο αντίπαλο του εργατικού κινήματος, οριοθετεί τον αδιάλλακτο, πολιτικά και ταξικά, εχθρό, και, εμμέσως μεν σαφώς δε, υποδεικνύει acontrario και τον πολιτικό σύμμαχο. Τούτο σημαίνει πως η σωστή χρήση ή η κατάχρηση των όρων «φασίστας» και «φασιστικός» θα έχει άμεσες συνέπειες στην λειτουργία και δράση της δεδομένης πολιτικής οργάνωσης. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η σπουδαιότητα, και ενδεχομένως η κρισιμότητα, της κατάχρησης των πιο πάνω όρων την οποία ήδη υπαινιχθήκαμε. Για να καταστήσουμε σαφέστερη την σκέψη μας ας αναφέρουμε, επί τροχάδην, ψήγματα από την διεθνή ιστορική εμπειρία: Τον Ιούνιο του 1923 η βουλγάρικη αστική τάξη οργάνωσε, με πρωτοβουλία των ανακτόρων και όργανο τον στρατό, ένα αιματηρό φασιστικό πραξικόπημα κατά της νόμιμης αγροτοσοσιαλιστικής κυβέρνησης της Β.Α.Λ.Ε (Βουλγάρικης Αγροτικής Λαϊκής Ένωσης) και του πρωθυπουργού Αλεξάντρ Σταμπολίσκυ, τον οποίο και δολοφόνησαν με βασανιστήρια. Το κοινοβούλιο διαλύθηκε, οι λαϊκές ελευθερίες ποδοπατήθηκαν και η κρατική καταστολή προσέλαβε «ευρύτατες δυνατότητες αυτοέκφρασης». Τότε, ακριβώς τότε, η Κ.Ε του Βουλγάρικου Κ.Κ έλαβε απόφαση επί των διαδραματιζομένων γεγονότων και έκρινε πως πρέπει να αφήσει «την αστική τάξη της πόλης να κανονίσει τους λογαριασμούς της με την αστική τάξη του χωριού». Ενωρίτερα, είχε καταγγείλει τον Σταμπολίσκυ ως «φασίστα» και την κυβέρνησή του ως «φασιστική». Ωστόσο, η βουλγάρικη αστική τάξη είχε πιο προσγειωμένους προσανατολισμούς απ’ τους κομμουνιστές συμπατριώτες της: Αφού «τελείωσε» με τους αγροτιστές της Β.Α.Λ.Ε, έστρεψε, ευθύς αμέσως, την άγρια κρατική καταστολή της εναντίον των Βουλγάρων κομμουνιστών καταφέροντάς τους καίρια χτυπήματα.
Τον Νοέμβρη του 1932 σε μιαν απεργία των σιδηροδρομικών του Βερολίνου, οι Γερμανοί κομμουνιστές συνέπραξαν με τους εθνικοσοσιαλιστές (Ναζί) και εστράφησαν κατά της τοπικής σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης την οποία αποκαλούσαν «σοσιαλφασιστική» συγχρονιζόμενοι έτσι με τον ρυθμό του μοσχοβίτικου βαλς. Πριν, καλά – καλά, παρέλθουν δύο (2) μήνες (30-1-1933) ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος και παρέσχε την δυνατότητα στα εκατομμύρια των κομμουνιστών συμπατριωτών του να γνωρίσουν, in vivo και επί δώδεκα (12) συναπτά έτη, «τί εστί φασισμός» και δη την γνήσια, γερμανική εκδοχή του. Εάν μετακινηθούμε νοερώς εις «την καθ’ ημάς Ανατολήν», δίπλα στους «σοσιαλφασίστες» προστέθηκαν οι «αγροτοφασίστες» (εξέχουσα μορφή, μεταξύ των οποίων, ήταν ο αρχηγός του Α.Κ.Ε (Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας) Κώστας Γαβριηλίδης που πέθανε αργότερα εξόριστος στον Άη Στράτη) και, εν τέλει, οι «τροτσκιστοφασίστες» μια και ο Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκυ στιγματίσθηκε ως πράκτορας της…GE.STA.PO! (περισσότερα…)